μετροσέξουαλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετροσέξουαλ < αμάλγαμα των metropolitan και heterosexual, επινοήθηκε το 1994
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετροσέξουαλ αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετροσέξουαλ
|