μετωπικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετωπικότης αἱ μετωπικότητες
      γενική τῆς μετωπικότητος τῶν μετωπικοτήτων
      δοτική τῇ μετωπικότητι ταῖς μετωπικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μετωπικότητα τὰς μετωπικότητᾰς
     κλητική ! μετωπικότης μετωπικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετωπικότης < μετωπικ(ός)- + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετωπικότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]