μετωπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετωπικότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική frontalité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετωπικότητα θηλυκό
- (αρχαιολογία) στην αρχαϊκή γλυπτική, η στάση ενός αγάλματος σε ένα κατακόρυφο, κατά μέτωπο, επίπεδο, χωρίς να στρίβει καθόλου προς το πλευρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετωπικότητα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)