μετόπισθε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μετόπισθε και μετόπισθεν

  1. πίσω, στη δεύτερη γραμμή (σε στρατιωτικά συμφραζόμενα)
  2. (χρονικά) μετά, αργότερα