μετόπωρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετόπωρον <
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το μετόπωρον και αργότερα μεθόπωρον
- το φθινόπωρο, που λεγόταν και μετόπωρο,δηλαδή η εποχή μετά την ὀπώρα
- τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος
- ἢν δὲ τὸ θέρος αὐχμηρὸν γένηται καὶ βόρειον, τὸ δὲ μετόπωρον ἔπομβρον καὶ νότιον, κεφαλαλγίας ἐς τὸν χειμῶνα
- (μεταφορικά) η ώριμη ηλικία
- τὸ μετόπωρον τοῦ κάλλους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]