με τα πόδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
με τα πόδια
- περπατώντας
- Το σχολείο ήταν μιαν ώρα με τα πόδια. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)