με το κεφάλι ψηλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
με το κεφάλι ψηλά
- διατηρώντας τον αυτοσεβασμό, την αξιοπρέπειά
- καμαρωτά, περήφανα
με το κεφάλι ψηλά