με το κεφάλι ψηλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις με, το, κεφάλι και ψηλά (επίρρημα)

Έκφραση[επεξεργασία]

με το κεφάλι ψηλά

  1. διατηρώντας τον αυτοσεβασμό, την αξιοπρέπειά
  2. καμαρωτά, περήφανα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]