μηδέποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδέποτε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
μηδέποτε
- "Επειδή η Ελλάς κλυδωνίζεται αλλά μηδέποτε βυθίζεται" (από συνέντευξη του Νάνου Βαλαωρίτη στη Εφημερίδα των Συντακτών, 26.05.2016 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηδέποτε
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδέποτε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
μηδέποτε
- ποτέ
- ※ Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
- Λένε (λέγεται) δε, ότι ο Ηρακλείδης νέος (στα νιάτα του), ήταν ντροπαλός και κόσμιος, τόσο που ποτέ δεν τον είχαν δει να γελά υπερβολικά
- (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Γ, 26, 3ος αιώνας)
- ※ Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν