μηδέσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

μηδέσι αρσενικό

  • δοτική πληθυντικού της αορίστου αντωνυμίας μηδείς