μηδενικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηδενικό | τα | μηδενικά |
γενική | του | μηδενικού | των | μηδενικών |
αιτιατική | το | μηδενικό | τα | μηδενικά |
κλητική | μηδενικό | μηδενικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μηδενικό < μηδενικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηδενικό ουδέτερο
- το αριθμητικό ψηφίο μηδέν (0)
- ⮡ ο αριθμός χίλια γράφεται με τρία μηδενικά
- ο μικρότερος βαθμός που μπορεί να πάρει κάποιος εξεταζόμενος
- ⮡ πήρα ένα ωραίο μηδενικό στην Πολιτική Οικονομία
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς αξία
- ⮡ είσαι ένα μηδενικό!
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μηδέν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηδενικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μηδενικό