μηκυνσιόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηκυνσιόμετρο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης των αλλοιώσεων ενός αντικειμένου υπό την επίδραση διαφόρων πιέσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηκυνσιόμετρο