μηλέμπορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλέμπορος οι μηλέμποροι
      γενική του μηλέμπορου
μηλεμπόρου
των μηλέμπορων
μηλεμπόρων
    αιτιατική τον μηλέμπορο τους μηλέμπορους
μηλεμπόρους
     κλητική μηλέμπορε μηλέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλέμπορος < μήλ(α) + -έμπορος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλέμπορος, αρσενικό, πληθυντικός μηλέμποροι

  • (επάγγελμα) αυτός που εμπορεύεται μήλα, κυρίως στο χονδρικό εμπόριο εσωτερικού ή εξωτερικού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]