μηλίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλίνη οι μηλίνες
      γενική της μηλίνης των μηλινών
    αιτιατική τη μηλίνη τις μηλίνες
     κλητική μηλίνη μηλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐λί‐νη

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μήλινος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλίνη θηλυκό

  • κρέμα που φτιάχνεται από χυμό μήλων[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Κλιτός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηλίνη

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηλίνη