μηλοέλατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλοέλατο τα μηλοέλατα
      γενική του μηλοέλατου
μηλοελάτου
των μηλοέλατων
μηλοελάτων
    αιτιατική το μηλοέλατο τα μηλοέλατα
     κλητική μηλοέλατο μηλοέλατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλοέλατο < μήλο + έλατο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλοέλατο ουδέτερο, πληθυντικός μηλοέλατα

  • (φυτό): κοινή ονομασία του φυτού "πεύκη η λαρικοειδής".

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]