μηλοβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλοβολώ < μηλοβόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
μηλοβολώ
- αναδεικνύω, επιλέγω με ρίψη μήλου
- επιλέγω σύζυγο με ρίψη μήλου
- συμμετέχω σε έθιμο μηλοβολίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοβολώ
|