μηλοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλοβολώ < μηλοβόλος

Ρήμα[επεξεργασία]

μηλοβολώ

  1. αναδεικνύω, επιλέγω με ρίψη μήλου
  2. επιλέγω σύζυγο με ρίψη μήλου
  3. συμμετέχω σε έθιμο μηλοβολίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]