μηλογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ μηλογενής τὸ μηλογενές οἱ, αἱ μηλογενεῖς τὰ μηλογεν
Γενική τοῦ, τῆς μηλογενοῦς τοῦ μηλογενοῦς τῶν μηλογενῶν τῶν μηλογενῶν
Δοτική τῷ, τῇ μηλογενεῖ τῷ μηλογενεῖ τοῖς, ταῖς μηλογενέσι(ν) τοῖς μηλογενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν μηλογεν τὸ μηλογενές τοὺς, τὰς μηλογενεῖς τὰ μηλογεν
Κλητική μηλογενές μηλογενές μηλογενεῖς μηλογεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική μηλογενεῖ
Γενική-Δοτική μηλογενοῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλογενής < μῆλ(ον) (πρόβατο) + -ο- + -γενής

Επίθετο[επεξεργασία]

μηλογενής, -ης, -ες

  • αυτός που γεννήθηκε ή προήλθε από πρόβατο

Πηγές[επεξεργασία]