μηλογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μηλογενής | τὸ μηλογενές | οἱ, αἱ μηλογενεῖς | τὰ μηλογενῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς μηλογενοῦς | τοῦ μηλογενοῦς | τῶν μηλογενῶν | τῶν μηλογενῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ μηλογενεῖ | τῷ μηλογενεῖ | τοῖς, ταῖς μηλογενέσι(ν) | τοῖς μηλογενέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μηλογενῆ | τὸ μηλογενές | τοὺς, τὰς μηλογενεῖς | τὰ μηλογενῆ |
Κλητική | μηλογενές | μηλογενές | μηλογενεῖς | μηλογενῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μηλογενεῖ | |||
Γενική-Δοτική | μηλογενοῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μηλογενής < μῆλ(ον) (πρόβατο) + -ο- + -γενής
Επίθετο[επεξεργασία]
μηλογενής, -ης, -ες
- αυτός που γεννήθηκε ή προήλθε από πρόβατο
Πηγές[επεξεργασία]
- μηλογενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.