μηλομαρμελάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλομαρμελάδα θηλυκό
- (γαστρονομία): μαρμελάδα από, ή με, μήλα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλομαρμελάδα
|