μηλομαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλομαχία < αρχαία ελληνική μήλο + -μαχία (< μάχομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλομαχία, θηλυκό, πληθυντικός μηλομαχίες
- μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλομαχία
|