μηλοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλοπαραγωγός < μηλο- + -παραγωγός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | μηλοπαραγωγός | το | μηλοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | μηλοπαραγωγού | του | μηλοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | μηλοπαραγωγό | το | μηλοπαραγωγό | ||
κλητική | μηλοπαραγωγέ | μηλοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | μηλοπαραγωγοί | τα | μηλοπαραγωγά | ||
γενική | των | μηλοπαραγωγών | των | μηλοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | μηλοπαραγωγούς | τα | μηλοπαραγωγά | ||
κλητική | μηλοπαραγωγοί | μηλοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μηλοπαραγωγός, -ος, -ο
- που παράγει μήλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοπαραγωγός
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα μηλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)