μηλοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος με μήλα
- αγροτική αθλοπαιδιά κατά τη συγκομιδή των μήλων
- κατάλοιπο του μηλοπολέμου είναι το ομαδικό παιχνίδι "τα μήλα"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοπόλεμος
|