μηνίγγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηνίγγι | τα | μηνίγγια |
γενική | του | μηνιγγιού | των | μηνιγγιών |
αιτιατική | το | μηνίγγι | τα | μηνίγγια |
κλητική | μηνίγγι | μηνίγγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηνίγγι < ελληνιστική κοινή μηνίγγιον < αρχαία ελληνική μῆνιγξ. Δείτε και μηλίγγι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈniŋ.ɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐νίγ‐γι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηνίγγι ουδέτερο
- (ανατομία) η μήνιγγα
- (καθημερινό, συνήθως στον πληθυντικό) η περιοχή του κροτάφου
- έχω τρομερό πονοκέφαλο, χτυπάνε τα μηνίγγια μου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιμηνιγγιτικός
- μηνιγγικός
- μηνιγγίτιδα (μηνιγγῖτις)
- μηνιγγιτικός
- μηνιγγιτισμός, μηνιγγισμός
- μηνιγγίωμα
- μυελομηνιγγίτιδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)