Μετάβαση στο περιεχόμενο

μηναῖον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μηναίο, μηνιαίο, μηνιαῖον

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηναῖον < ελληνιστική κοινή μηναῖος, σε ουδέτερο γένος < αρχαία ελληνική μήν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηναῖον ουδέτερο

  1. (θρησκεία) μηναίο
  2. (οικονομία) μηνιάτικο ή μισθοδοσία