μηνιάτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηνιάτικος η μηνιάτικη το μηνιάτικο
      γενική του μηνιάτικου της μηνιάτικης του μηνιάτικου
    αιτιατική τον μηνιάτικο τη μηνιάτικη το μηνιάτικο
     κλητική μηνιάτικε μηνιάτικη μηνιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηνιάτικοι οι μηνιάτικες τα μηνιάτικα
      γενική των μηνιάτικων των μηνιάτικων των μηνιάτικων
    αιτιατική τους μηνιάτικους τις μηνιάτικες τα μηνιάτικα
     κλητική μηνιάτικοι μηνιάτικες μηνιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηνιάτικος < μηνιάτικο + -ος < μεσαιωνική ελληνική μηνιατικόν < αρχαία ελληνική μήν

Επίθετο[επεξεργασία]

μηνιάτικος

  1. που έχει σχέση με το μηνιάτικο ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. άλλη μορφή του μηνιαίος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]