μηνιαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηνιαίοι

  1. μηνιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. μηνιαίος, στην κλητική του πληθυντικού