μηνυτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μηνυτήριος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με μήνυση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η μηνυτήρια αναφορά συνιστά όχι έγκληση, αλλά την από το άρθρο 41 ΚΠΔ προβλεπόμενη αίτηση δίωξης και μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, αρκεί να μη έχει παραγραφεί η καταγγελλόμενη πράξη. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηνυτήριος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)