μηνύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μηνύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηνύω
- θα μηνύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μηνύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μήνυση