μηρυκαστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηρυκαστικά < μηρυκαστικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηρυκαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

τα βοοειδή, τα πρόβατα και τα αιγοειδή είναι μηρυκαστικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηρυκαστικά