μηρυκαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μηρυκαστικός < από το ρήμα μηρυκάζω.
Επίθετο
[επεξεργασία]μηρυκαστικός
- Αυτός που μηρυκάζει.
- Λέγεται στον πληθυντικό (μηρυκαστικά) για τα ζώα που αναμασούν την τροφή τους.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηρυκαστικός
|