μηρυκαστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μηρυκαστικός < μηρυκασ-, θέμα του μηρυκάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ruminant
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ɾi.ka.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐ρυ‐κα‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]μηρυκαστικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- που μηρυκάζει
- → δείτε τις λέξεις μηρυκαστικό και μηρυκαστικά για τα ζώα που αναμασούν την τροφή τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηρυκαστικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μηρυκαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)