μητραδέλφη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μητραδέλφη < θηλυκό του μητράδελφος < αρχαία ελληνική μητράδελφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μητραδέλφη θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μητραδέλφη
|