μητριαρχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μητριαρχικός η μητριαρχική το μητριαρχικό
      γενική του μητριαρχικού της μητριαρχικής του μητριαρχικού
    αιτιατική τον μητριαρχικό τη μητριαρχική το μητριαρχικό
     κλητική μητριαρχικέ μητριαρχική μητριαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μητριαρχικοί οι μητριαρχικές τα μητριαρχικά
      γενική των μητριαρχικών των μητριαρχικών των μητριαρχικών
    αιτιατική τους μητριαρχικούς τις μητριαρχικές τα μητριαρχικά
     κλητική μητριαρχικοί μητριαρχικές μητριαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητριαρχικός < μητριαρχία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μητριαρχικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]