μητρομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μητρομανία θηλυκό
- η παθολογική επιθυμία μιας γυναίκας να κάνει συνεχώς σεξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητρομανία
|