μητροσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητροσκόπηση οι μητροσκοπήσεις
      γενική της μητροσκόπησης των μητροσκοπήσεων
    αιτιατική τη μητροσκόπηση τις μητροσκοπήσεις
     κλητική μητροσκόπηση μητροσκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητροσκόπηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μητροσκόπηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]