μηχάνευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχάνευμα < μηχανεύομαι + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχάνευμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μηχανεύομαι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχάνευμα