μηχανάμαξα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανάμαξα οι μηχανάμαξες
      γενική της μηχανάμαξας των μηχαναμαξών
    αιτιατική τη μηχανάμαξα τις μηχανάμαξες
     κλητική μηχανάμαξα μηχανάμαξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανάμαξα < μηχαν(ή) + άμαξα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανάμαξα θηλυκό

  • ειδική κατασκευή με μηχανή, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες σε σιδηροτροχιές τρένων, μετρό κ.λπ.
    ※  Έρχονται σήμερα τέσσερις μηχανάμαξες οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν αφενός μεν για την ολοκλήρωση των έργων του Μετρό της Αθήνας, αφετέρου δε ­ κατά το διάστημα λειτουργίας του έργου ­ για έργα συντήρησης, για μεταφορά χαλασμένων συρμών κ.λπ. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]