μηχανάμαξα
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μηχανάμαξ
α
οι
μηχανάμαξ
ες
γενική
της
μηχανάμαξ
ας
των
μηχαναμαξ
ών
αιτιατική
τη
μηχανάμαξ
α
τις
μηχανάμαξ
ες
κλητική
μηχανάμαξ
α
μηχανάμαξ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
μηχανάμαξα
<
μηχαν(ή)
+
άμαξα
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
μηχανάμαξα
θηλυκό
ειδική
κατασκευή
με
μηχανή
, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες σε σιδηροτροχιές
τρένων
,
μετρό
κ.λπ.
※
Έρχονται σήμερα τέσσερις
μηχανάμαξες
οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν αφενός μεν για την ολοκλήρωση των έργων του Μετρό της Αθήνας, αφετέρου δε κατά το διάστημα λειτουργίας του έργου για έργα συντήρησης, για μεταφορά χαλασμένων
συρμών
κ.λπ.
(
*
)
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
μηχανάμαξα
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες