μηχανικός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανικός < (ουσιαστικό) μηχανή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μηχανικός | μηχανικοί |
γενική | μηχανικού | μηχανικών |
αιτιατική | μηχανικό | μηχανικούς |
κλητική | μηχανικέ | μηχανικοί |
μηχανικός αρσενικό ή θηλυκό
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μηχανικός< (επίθετο) αρχαία ελληνική μηχανικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | μηχανικός | μηχανική | μηχανικό |
γενική | μηχανικού | μηχανικής | μηχανικού |
αιτιατική | μηχανικό | μηχανική | μηχανικό |
κλητική | μηχανικέ | μηχανική | μηχανικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | μηχανικοί | μηχανικές | μηχανικά |
γενική | μηχανικών | μηχανικών | μηχανικών |
αιτιατική | μηχανικούς | μηχανικές | μηχανικά |
κλητική | μηχανικοί | μηχανικές | μηχανικά |
μηχανικός
- που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται με μηχανή
- εκτός από τα ηλεκτρικά, νομίζω πως έχει και μηχανική βλάβη
- (μεταφορικά) που γίνεται αυτόματα, χωρίς σκέψη
συνώνυμα: αυτόματος, ενστικτώδης
- για να μην παρεξηγηθώ, να διευκρινίσω ότι η κίνηση που έκανα ήταν εντελώς μηχανική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανικός
τεχνίτης μηχανών
|