μηχανοκάικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανοκάικο τα μηχανοκάικα
      γενική του μηχανοκάικου των μηχανοκάικων
    αιτιατική το μηχανοκάικο τα μηχανοκάικα
     κλητική μηχανοκάικο μηχανοκάικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανοκάικο < μηχανή + -ο- + καΐκι + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανοκάικο ουδέτερο

  • τύπος αλιευτικού πλοιαρίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]