Μετάβαση στο περιεχόμενο

μηχανοποιώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηχανοποιώ < μηχανή + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécaniser)

μηχανοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]