μηχανορραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μηχανορραφῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανορραφώ < αρχαία ελληνική μηχανορραφέω / μηχανορραφῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

μηχανορραφώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]