μηχανουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανουργείο < μηχαν(ο) + (καθαρεύουσα) -ουργεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανουργείο ουδέτερο
- (μηχανολογία): εγκατάσταση κατασκευής ή επισκευής μηχανών
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανουργείο
|