μιάου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιάου: (αγγλισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική meow (ηχομιμητική λέξη), το ελληνικό νιάου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmɲa.u/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μιά‐ου

Επιφώνημα[επεξεργασία]

μιάου άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιάου άκλιτο

  • (φωνή ζώου) νιάου, η φωνή της γάτας
    ※  Μιάου, μιάου, κάνει πάλι το γατάκι, σαν να λέει: πάρε με μέσα, σε παρακαλώ.
    Papaloizos, Theodore C. (2009) Μια Ελληνική Οικογένεια σελίδα 75