μιζανπλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιζανπλί < λόγιο δάνειο από τη γαλλική mise en plis. Συγκρίνετε με το μιζαμπλί.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιζανπλί θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]