μιθραϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
μιθραϊσμός αρσενικό
- λατρεία του 1ου-3ου αιώνα η οποία στο ρόλο της λυτρωτικής θεότητας τοποθετούσε το Μίθρα και ενσωμάτωνε ιρανικές παραδόσεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιθραϊσμός
|