μιθριδατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μιθριδατικός η μιθριδατική το μιθριδατικό
      γενική του μιθριδατικού της μιθριδατικής του μιθριδατικού
    αιτιατική τον μιθριδατικό τη μιθριδατική το μιθριδατικό
     κλητική μιθριδατικέ μιθριδατική μιθριδατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μιθριδατικοί οι μιθριδατικές τα μιθριδατικά
      γενική των μιθριδατικών των μιθριδατικών των μιθριδατικών
    αιτιατική τους μιθριδατικούς τις μιθριδατικές τα μιθριδατικά
     κλητική μιθριδατικοί μιθριδατικές μιθριδατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιθριδατικός < Μιθριδάτης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μιθριδατικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον Μιθριδάτη ή αναφέρεται σ' αυτόν
    οι Μιθριδατικοί πόλεμοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]