μιθριδατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιθριδατισμός οι μιθριδατισμοί
      γενική του μιθριδατισμού των μιθριδατισμών
    αιτιατική τον μιθριδατισμό τους μιθριδατισμούς
     κλητική μιθριδατισμέ μιθριδατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιθριδατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mithridatism < (ελληνιστική κοινήΜιθριδάτης (αρχαίος βασιλιάς των Μήδων)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιθριδατισμός αρσενικό

  1. η απόκτηση ανοσίας σε τοξικές ουσίες και σε ειδικά δηλητήρια (ο Μιθριδάτης φέρεται να έπινε επί πολλά χρόνια μικρές δόσεις από δηλητήριο για να συνηθίσει ο οργανισμός του και να μην μπορούν οι εχθροί του να τον δολοφονήσουν με αυτό τον τρόπο)
  2. (κατ’ επέκταση) η διαδικασία κατά την οποία (δυσάρεστες) αλλαγές που έρχονται βαθμιαία, με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου γίνονται ανεπαίσθητες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]