μιθριδατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιθριδατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mithridatism < (ελληνιστική κοινή) Μιθριδάτης (αρχαίος βασιλιάς των Μήδων)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιθριδατισμός αρσενικό
- η απόκτηση ανοσίας σε τοξικές ουσίες και σε ειδικά δηλητήρια (ο Μιθριδάτης φέρεται να έπινε επί πολλά χρόνια μικρές δόσεις από δηλητήριο για να συνηθίσει ο οργανισμός του και να μην μπορούν οι εχθροί του να τον δολοφονήσουν με αυτό τον τρόπο)
- (κατ’ επέκταση) η διαδικασία κατά την οποία (δυσάρεστες) αλλαγές που έρχονται βαθμιαία, με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου γίνονται ανεπαίσθητες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιθριδατισμός