μικροέκφραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροέκφραση | οι | μικροεκφράσεις |
γενική | της | μικροέκφρασης | των | μικροεκφράσεων |
αιτιατική | τη | μικροέκφραση | τις | μικροεκφράσεις |
κλητική | μικροέκφραση | μικροεκφράσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
μικροέκφραση, (νεολογισμός) < μικρο- + έκφραση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microexpression
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροέκφραση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροέκφραση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)