μικροβιοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροβιοφοβία < μικρόβιο + -ο- + -φοβία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bactériophobie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροβιοφοβία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ο παθολογικός υπερβολικός φόβος για τα μικρόβια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροβιοφοβία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φοβία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)