μικροβόλτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροβόλτ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microvolt < αρχαία ελληνική μικρός + volt < ιταλική Alessandro Volta < volta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροβόλτ ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρολογία) μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης που ισοδυναμεί με ένα εκατομμυριοστό (10-6) τού βολτ και έχει σύμβολο το μV
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)