μικροδίκτυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροδίκτυο | τα | μικροδίκτυα |
γενική | του | μικροδίκτυου & μικροδικτύου |
των | μικροδίκτυων & μικροδικτύων |
αιτιατική | το | μικροδίκτυο | τα | μικροδίκτυα |
κλητική | μικροδίκτυο | μικροδίκτυα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροδίκτυο < μικρο- + δίκτυο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microgrid)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροδίκτυο ουδέτερο
- (νεολογισμός) μικρό δίκτυο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Microgrid στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)