μικροδακτυλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροδακτυλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microdactyly < αρχαία ελληνική μικρός + δάκτυλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροδακτυλία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μικροδάκτυλος / μικροδάχτυλος
- → δείτε τις λέξεις μικρός και δάχτυλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροδακτυλία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)