μικροεπέμβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροεπέμβαση | οι | μικροεπεμβάσεις |
γενική | της | μικροεπέμβασης* | των | μικροεπεμβάσεων |
αιτιατική | τη | μικροεπέμβαση | τις | μικροεπεμβάσεις |
κλητική | μικροεπέμβαση | μικροεπεμβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροεπεμβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροεπέμβαση θηλυκό
- (ιατρική) επέμβαση όχι ιδιαίτερα αιματηρή που συνήθως δεν προϋποθέτει στη συνέχεια την παραμονή για νοσηλεία σε νοσοκομείο
- ↪Η αφαίρεση σπίλου (ελιάς) θεωρείται μικροεπέμβαση.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μικροεπεμβατικός
- → δείτε τις λέξεις μικρός, επεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροεπέμβαση