μικροεπέμβαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροεπέμβαση οι μικροεπεμβάσεις
      γενική της μικροεπέμβασης* των μικροεπεμβάσεων
    αιτιατική τη μικροεπέμβαση τις μικροεπεμβάσεις
     κλητική μικροεπέμβαση μικροεπεμβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροεπεμβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροεπέμβαση < μικρο- + επέμβαση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροεπέμβαση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]